μέλλον
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μέλλον | τα | μέλλοντα |
γενική | του | μέλλοντος | των | μελλόντων |
αιτιατική | το | μέλλον | τα | μέλλοντα |
κλητική | μέλλον | μέλλοντα | ||
Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μέλλον ουδέτερο
- το χρονικό διάστημα μετά το παρόν, ο χρόνος που ακολουθεί μετά την παρούσα χρονική στιγμή
- Στο μέλλον προσπάθησε να είσαι πιο συνεπής!
- η εξέλιξη κάποιου, μετά το χρονικό σημείο αναφοράς
- Το μέλλον του διαγράφεται λαμπρό.
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μέλλον
|
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
μέλλον