future
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfuture (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
future | futures |
future (en)
- το μέλλον
- ⮡ Many claim that they can predict the future.
- Πολλοί ισχυρίζονται ότι μπορούν να προβλέψουν το μέλλον.
- ⮡ Many claim that they can predict the future.
- ο μέλλοντας (ρηματικός χρόνος)
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαfuture (fr)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfuture (it)
- ο μέλλοντας (ρηματικός χρόνος)