Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
future futures

future (en)

  1. το μέλλον
      Many claim that they can predict the future.
    Πολλοί ισχυρίζονται ότι μπορούν να προβλέψουν το μέλλον.
  2. ο μέλλοντας (ρηματικός χρόνος)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

future (fr)



Ουσιαστικό

επεξεργασία

future (it)

  1. ο μέλλοντας (ρηματικός χρόνος)