Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προοπτική οι προοπτικές
      γενική της προοπτικής των προοπτικών
    αιτιατική την προοπτική τις προοπτικές
     κλητική προοπτική προοπτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προοπτική < (μαρτυρείται από το 1857)} απόδοση του γαλλικού perspective, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του αρχαία ελληνική προοπτικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προοπτική θηλυκό

  1. τεχνική απεικόνισης αντικειμένων ώστε να φαίνονται όπως τα βλέπει ένας παρατηρητής από συγκεκριμένο σημείο
  2. (τέχνη) η απόδοση αντικειμένου ή τόπου με την παραπάνω τεχνική ώστε να φαίνονται τρισδιάστατα
  3. θεώρηση μιας κατάστασης από κάποια απόσταση χρονικά
    για να μελετηθεί η εποχή μας χρειάζεται προοπτική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία