Δείτε επίσης: prospective

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

perspective (en)

  1. η προοπτική
  2. η αντίληψη, η οπτική, η ματιά, η σκοπιά, η θεώρηση
  3. η θέα
  4. η όψη



  Ετυμολογία

επεξεργασία
perspective < θηλυκό του perspectif

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
perspective perspectives

perspective (fr) θηλυκό

  1. η προοπτική
  2. η όψη

Δείτε επίσης

επεξεργασία