prospective
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαprospective
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prospective | prospectives |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαprospective (fr) θηλυκό
- η μελέτη όλων των δυνατοτήτων που απορρέουν από μια πράξη ή απόφαση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη prospecter