Δείτε επίσης: perspective

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

prospective

  1. πιθανός, ενδεχόμενος
  2. μελλοντικός
  3. αναμενόμενος



      ενικός         πληθυντικός  
prospective prospectives

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

prospective (fr) θηλυκό

  1. η μελέτη όλων των δυνατοτήτων που απορρέουν από μια πράξη ή απόφαση

Συγγενικά

επεξεργασία