δυνατότητα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δυνατότητα < (μαρτυρείται από το 1876) (δυνατότης)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δυνατότητα θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία ένα πράγμα είναι δυνατόν ή πιθανόν να συμβεί
- οι δυνάμεις, τα μέσα και οι ικανότητες που διαθέτει κάποιος ή προσφέρονται σε κάποιον
- οικονομική δυνατότητα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- υπάρχει η δυνατότητα: είναι δυνατόν, είναι μπορετό
- έχω τη δυνατότητα να ...: μπορώ να ...
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δυνατότητα