πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δύναμη οι δυνάμεις
      γενική της δύναμης* των δυνάμεων
    αιτιατική τη δύναμη τις δυνάμεις
     κλητική δύναμη δυνάμεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυνάμεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δύναμη θηλυκό

  1. η σωματική ισχύς, η ρώμη
    παράδειγμα  χρειάζεται αρκετή δύναμη για να ξεσφίξει το μπουλόνι
  2. η ικανότητα να κάνει κάποιος κάτι, να πετύχει κάτι
  3. η ισχύς που δίνει η εξουσία, το αξίωμα
  4. η ένταση
    παράδειγμα  χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι
  5. οργανωμένο σύνολο που ασκεί επιρροή και δρα στην κοινωνία ή την πολιτική
    παράδειγμα  οι πολιτικές δυνάμεις
  6. χώρα με συνήθως ισχυρή πολιτική, στρατιωτική, οικονομική παρουσία στη διεθνή σκηνή
    παράδειγμα  οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) με τη στρατιωτική τους επέμβαση στο Ναβαρίνο έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους
    παράδειγμα  Οι εγγυήτριες δυνάμεις (το Ηνωμένο Βασίλειο, Τουρκία και Ελλάδα), εγγυήθηκαν να απαγορεύσουν την προώθηση "είτε της ένωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με οποιοδήποτε άλλο κράτος, ή τη διχοτόμηση της νήσου". (από τη Βικιπαίδεια)
  7. ο στρατός, τα στρατεύματα
    παράδειγμα  οι δυνάμεις του εχθρού υποχωρούν
    παράδειγμα  ισχυρές δυνάμεις του στρατού αναπτύσσονται...
  8. ο αριθμός των ατόμων που περιλαμβάνει ένα σύνολο
    παράδειγμα  το 7ο Σὐνταγμα έχει δύναμη 800 ανδρών
  9. (μαθηματικά) το γινόμενο του πολλαπλασιασμού ενός αριθμού με τον εαυτό του
    παράδειγμα  γενικός συμβολισμός: xn
    παράδειγμα  η ύψωση του 2 στην τέταρτη δύναμη (2Χ2Χ2Χ2 ή 24 ή 2^4) μας δίνει το 16
  10. (φυσική) το φυσικό διανυσματικό μέγεθος που προκαλεί αλλαγή της κινητικής κατάστασης ή παραμόρφωση ενός φυσικού σώματος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία