δυναμικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδυναμικότητα θηλυκό
- ο ρυθμός παραγωγής καθώς και η ικανότητα και το σύνολο της παραγωγής μιας επιχείρησης, ενός εργοστασίου κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυναμικότητα
|