πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραγωγή οι παραγωγές
      γενική της παραγωγής των παραγωγών
    αιτιατική την παραγωγή τις παραγωγές
     κλητική παραγωγή παραγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παραγωγή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραγωγή (δημιουργία, αρχαία σημασία: το να άγεις προς το πλάι) < αρχαία ελληνική παράγω < παρά + ἄγω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική production) [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραγωγή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραγωγή αἱ παραγωγαί
      γενική τῆς παραγωγῆς τῶν παραγωγῶν
      δοτική τῇ παραγωγ ταῖς παραγωγαῖς
    αιτιατική τὴν παραγωγήν τὰς παραγωγᾱ́ς
     κλητική ! παραγωγή παραγωγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραγωγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  παραγωγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα