παραγωγή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παραγωγή | οι | παραγωγές |
γενική | της | παραγωγής | των | παραγωγών |
αιτιατική | την | παραγωγή | τις | παραγωγές |
κλητική | παραγωγή | παραγωγές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παραγωγή < ελληνιστική κοινή παραγωγή < αρχαία ελληνική παράγω < παρά + ἄγω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική production)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ɣɔ.ˈʝi/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παραγωγή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παράγω
- ό,τι παράγεται (υλικό ή πνευματικό)
- (οικονομία) δραστηριότητα που έχει στόχο τη δημιουργία οικονομικών αγαθών και υπηρεσιών
- η επιμέλεια και η προσπάθεια για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης για τη δημιουργία μιας κινηματογραφικής ταινίας
- η παρουσίαση μιας ραδιοφωνικής εκπομπής καθώς και η επιλογή όσων παρουσιάζονται καθώς και η γενικότερη επιμέλεια
- (λογική) η εξαγωγή συμπεράσματος σε κάποιον συλλογισμό με συλλογιστική πορεία από το γενικό στο μερικό / ειδικό
- (γραμματική) ο σχηματισμός μιας λέξης με την προσθήκη προθημάτων, επιθημάτων ή προσφυμάτων σε άλλη λέξη
- Δείτε επίσης: σύνθεση
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παραγωγή
Επεξεργασία
- ↑ .1.Σύντομη Ιστορία της Λογικής Πρόσβαση 2020-02-26