Produktion
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Produktion | die | Produktionen |
γενική | der | Produktion | der | Produktionen |
δοτική | der | Produktion | den | Produktionen |
αιτιατική | die | Produktion | die | Produktionen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαProduktion (de) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Produkt