Δείτε επίσης: ἐπιμέλεια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιμέλεια οι επιμέλειες
      γενική της επιμέλειας των επιμελειών
    αιτιατική την επιμέλεια τις επιμέλειες
     κλητική επιμέλεια επιμέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιμέλεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιμέλεια < ἐπιμελής < ἐπί + μέλω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.piˈme.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐μέ‐λει‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επιμέλεια θηλυκό

  1. η φροντίδα και το ενδιαφέρον για κάτι
     αντώνυμα: αμέλεια
  2. (νομικός όρος) η ανάληψη της ευθύνης και η φροντίδα προς κάποιο πρόσωπο που δεν μπορεί να φροντίζει μόνο του τον εαυτό του
    → δείτε τη λέξη κηδεμονία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία