φροντίδα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φροντίδα | οι | φροντίδες |
γενική | της | φροντίδας | των | φροντίδων |
αιτιατική | τη | φροντίδα | τις | φροντίδες |
κλητική | φροντίδα | φροντίδες | ||
όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φροντίδα < μεσαιωνική ελληνική φροντίδα < αρχαία ελληνική φροντίς < φρονέω / φρονῶ < φρήν < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷʰren- (νους, ψυχή)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /fɾɔn.ˈdi.ða/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φροντίδα θηλυκό
- η έγνοια και το ενδιαφέρον καθώς και η έμπρακτη εκδήλωσή τους προς κάποιον ή κάτι
- αγωνία, σκοτούρα, ανησυχία
- προσπάθεια
Επεξεργασία
- αφρόντιδα
- αφρόντιδος
- αφροντισιά
- αφρόντιστα
- αφρόντιστος
- φροντίζω
- φροντιστηριακά
- φροντιστηριακός
- φροντιστήριο
- φροντιστις
- → δείτε τη λέξη φρονώ