Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
έμπρακτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἔμπρακτος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
έμπρακτ
ος
η
έμπρακτ
η
το
έμπρακτ
ο
γενική
του
έμπρακτ
ου
της
έμπρακτ
ης
του
έμπρακτ
ου
αιτιατική
τον
έμπρακτ
ο
την
έμπρακτ
η
το
έμπρακτ
ο
κλητική
έμπρακτ
ε
έμπρακτ
η
έμπρακτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
έμπρακτ
οι
οι
έμπρακτ
ες
τα
έμπρακτ
α
γενική
των
έμπρακτ
ων
των
έμπρακτ
ων
των
έμπρακτ
ων
αιτιατική
τους
έμπρακτ
ους
τις
έμπρακτ
ες
τα
έμπρακτ
α
κλητική
έμπρακτ
οι
έμπρακτ
ες
έμπρακτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
έμπρακτος
<
αρχαία ελληνική
ἔμπρακτος
<
ἐν
+
πράττω
((
σημασιολογικό δάνειο
)
γερμανική
tatsächlich
)
Επίθετο
επεξεργασία
έμπρακτος, -η, -ο
που εκτελείται, βεβαιώνεται ή γίνεται με
πράξεις
, με
έργα
Συγγενικά
επεξεργασία
έμπρακτα
εμπράκτως
→
δείτε
τις λέξεις
εν
,
πράξη
και
πράττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
έμπρακτος
γαλλικά
:
réel
(fr)
,
effectif
(fr)