εν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εν < αρχαία ελληνική ἐν
Πρόθεση
επεξεργασίαεν
- Αρχαίο επίρρημα ἐν που ενσωματωνόταν σε ρήματα και που μόνο του γρήγορα μεταβλήθηκε σε πρόθεση. Σήμερα βρίσκεται κυρίως σε εκφράσεις αρχαιοπρεπείς, λόγιες ή αρχαιοελληνικές, συνοδεύεται με δοτική και σημαίνει με (κάποιον ή κάτι) ή σε/στον/στην κλπ. -μερικές από αυτές τις εκφράσεις έχουν συγχωνευθεί, πλέον, σε μία λέξη
Εκφράσεις
επεξεργασία- εν αγνοία
- εν ανάγκη
- εν αναμονή
- εν αποστρατεία
- εν βρασμώ
- εν βρασμώ ψυχής
- εν γένει
- εν γνώσει
- εν διαστάσει
- εν δράσει
- εν είδει
- εν ενεργεία
- εν θερμώ
- εν λευκώ
- εν λόγω
- εν μέρει
- εν ολίγοις
- εν όλω
- εν ονόματι του νόμου
- εν ονόματι
- εν όψει
- εν πάση περιπτώσει
- εν περιλήψει
- εν ριπή οφθαλμού
- εν σπέρματι
- εν συντομία
- εν σώματι
- εν τη γενέσει
- εν τούτοις / εντούτοις
- εν τω άμα και το θάμα
- εν τω γίγνεσθαι
- εν ψυχρώ
- εν κινήσει
Δείτε επίσης
επεξεργασία- εν- για σύνθετα με την αρχαία πρόθεση ή το αρχαιότερο επίρρημα π.χ. ενταύθα, ένθα, εναγωνίως, εμπλοκή κ.λπ.
Αριθμητικό
επεξεργασίαεν < ἕν
- εν-δυο : παράγγελμα στη γυμναστική