εν μέρει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Έκφραση
επεξεργασία
εν μέρει & ενμέρει
- (λόγιο) κατά ένα μόνο μέρος και όχι συνολικά, μερικώς, λίγο, λιγάκι, σε κάποιο μέρος, κατά κάποιον τρόπο
- ⮡ Δε συμφωνώ απόλυτα μαζί σου, αλλά εν μέρει έχεις δίκιο.
- ≈ συνώνυμα: μερικώς, ύπο μία έννοια/κατά μία έννοια
- ≠ αντώνυμα: εν όλω, εν συνόλω, εντελώς, πλήρως
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ μέρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)