Ετυμολογία

επεξεργασία
εν μέρει < (καθαρεύουσα ) ἐν μέρει, ἐν & μέρει (δοτική ενικού του μέρος) < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική en part[1]  δείτε τις λέξεις εν και μέρος

εν μέρει & ενμέρει

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. μέρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)