πλήρως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλήρως < επίθετο πλήρης
Προφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπλήρως
- καθολικά, ολοκληρωτικά, χωρίς ελλείψεις, χωρίς κενά
- η απάντησή σου με κάλυψε πλήρως
- αισθάνεται πλήρως ικανοποιημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλήρως