παραθετικά
θετικός fully
συγκριτικός more fully
υπερθετικός most fully

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fully < full + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

fully (en)

  • πλήρως
    ⮡  I am fully satisfied.
    Είμαι πλήρως ικανοποιημένος.
    ⮡  I fully pay off a debt.
    Εξοφλώ πλήρως ένα χρέος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία