Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θετικός η θετική το θετικό
      γενική του θετικού της θετικής του θετικού
    αιτιατική τον θετικό τη θετική το θετικό
     κλητική θετικέ θετική θετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θετικοί οι θετικές τα θετικά
      γενική των θετικών των θετικών των θετικών
    αιτιατική τους θετικούς τις θετικές τα θετικά
     κλητική θετικοί θετικές θετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θετικός < αρχαία ελληνική θετικός < θετός < τίθημι

  Επίθετο επεξεργασία

θετικός

  1. (για αριθμούς) μεγαλύτερος από το μηδέν (έχει πρόσημο το +)
     αντώνυμα: αρνητικός
  2. (για επιστήμες) που βασίζεται στην παρατήρηση και το πείραμα και/ή θεμελιώνεται μαθηματικά
     αντώνυμα: θεωρητικός
  3. καταφατικός, που αποδέχεται μια πρόταση
     αντώνυμα: αρνητικός
  4. λογικός, που ξέρει τι λέει και τι κάνει και για ποιο λόγο
    είναι θετικός άνθρωπος
  5. (για αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων) που επιβεβαιώνει την ύπαρξη μιας ασθένειας
     αντώνυμα: αρνητικός
    το αποτέλεσμα της βιοψίας ήταν θετικό, ο ασθενής έχει καρκίνο των πνευμόνων
  6. (γραμματική) βαθμός παραθετικών των επιθέτων και επιρρημάτων
    δείτε και τους όρους συγκριτικός, υπερθετικός
  7. βέβαιος
    ※  Αδημονεί ο Φερνάζης. Ατυχία!
    Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
    ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
    τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.
    Κωνσταντίνος Καβάφης, Ο Δαρείος, στίχοι 21-24

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θετικός < θετός < τίθημι

  Επίθετο επεξεργασία

θετικός

  1. αυτός που είναι κατάλληλος στο να τοποθετηθεί

Σύνθετα επεξεργασία