↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαθμός οι βαθμοί
      γενική του βαθμού των βαθμών
    αιτιατική τον βαθμό τους βαθμούς
     κλητική βαθμέ βαθμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
(βάσεις δεδομένων) Η παραπάνω σχέση (ή οντότητα ή πίνακας) R(A1...An), είναι βαθμού n

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαθμός < ελληνιστική κοινή βαθμός (βήμα) < βαίνω. Για τις σύγχρονες έννοιες, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική degré[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vaˈθmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαθ‐μός
παλιότερος συλλαβισμός: βα‐θμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαθμός αρσενικό

  1. υποδιαίρεση μιας κλίμακας μέτρησης
    η θερμοκρασία θα φτάσει σήμερα τους 20 βαθμούς Κελσίου
  2. θέση ιεραρχίας
  3. η αριθμητική (συνήθως) αποτίμηση της σχολικής επίδοσης ενός μαθητή, σπουδαστή, φοιτητή
  4. το μέτρο, η έκταση ενός φαινομένου
  5. διάκριση σχέσης συγγένειας → δείτε τη λέξη βαθμός συγγένειας
  6. (γραμματική) τύπος επιθέτου που φανερώνει πόσο πολύ εκδηλώνεται η ιδιότητα του επιθέτου
    ο θετικός βαθμός, ο συγκριτικός βαθμός, ο υπερθετικός βαθμός
  7. (μαθηματικά) χαρακτηρισμός εξίσωσης
    εξίσωση πρώτου, δεύτερου βαθμού
  8. (λογική, μαθηματικά, επιστήμη υπολογιστών) βλ. τάξη
  9. (βάσεις δεδομένων) το πλήθος των γνωρισμάτων (attributes) μιάς σχέσης στο σχεσιακό μοντέλο[2] ή το πλήθος των στηλών ενός πίνακα (table) στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων
    λέμε ότι δυο σχέσεις R(A1, A2, ..., An) και S(B1, B2, .., Bn) είναι συμβατές ως προς την ένωση (union compatible) αν έχουν τον ίδιο βαθμό n και επίσης dom(Ai)= dom(Bi) για 1 ≤ i ≤ n[3]
    συγγενικά: πληθικότητα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. βαθμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Παύλος Εφραιμίδης, Λέκτορας, Σχεσιακό Μοντέλο Δεδομένων, σελ. 9, από Πανεπιστήμιο Θράκης. Προσπέλαση 2020-02-04
  3. Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 64, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βαθμός οἱ βαθμοί
      γενική τοῦ βαθμοῦ τῶν βαθμῶν
      δοτική τῷ βαθμ τοῖς βαθμοῖς
    αιτιατική τὸν βαθμόν τοὺς βαθμούς
     κλητική ! βαθμέ βαθμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βαθμώ
γεν-δοτ τοῖν  βαθμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

βαθμός < αρχαία ελληνική βαίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαθμός αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. βαθμός κλίμακας
  2. το σκαλί
  3. (μουσική) βαθμίδα μουσικής κλίμακας
  4. βαθμός ιεραρχίας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία