μέτρηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μέτρηση | οι | μετρήσεις |
γενική | της | μέτρησης & μετρήσεως |
των | μετρήσεων |
αιτιατική | τη | μέτρηση | τις | μετρήσεις |
κλητική | μέτρηση | μετρήσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μέτρηση < αρχαία ελληνική μέτρησις < μετράω, -ῶ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μέτρηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μετρώ
- (φυσική) Ο προσδιορισμός του πολλαπλάσιου ή υποπολλαπλάσιου μεγέθους ενός υπό εξέταση αντικειμένου που το χαρακτηρίζει, ως προς ένα πρότυπο συγκριτικό μέγεθος