Ετυμολογία

επεξεργασία
μετράω < μετρ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μετρῶ, [1] συνηρημένος τύπος του μετρέω < μέτρον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /meˈtɾa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τρά‐ω

μετράω/μετρώ, αόρ.: μέτρησα, παθ.φωνή: μετριέμαι/μετρούμαι[2] (μετρώμαι)[3], π.αόρ.: μετρήθηκα, μτχ.π.π.: μετρημένος

  1. αρθρώνω με την κανονική τους σειρά τους αριθμούς
    ⮡  Άρχισε να μετράει από το ένα μέχρι το είκοσι καθώς τα άλλα παιδιά έτρεξαν να κρυφτούν.
  2. διαπιστώνω πόσα πράγματα ανήκουν σε ένα σύνολο· αναθέτω στο καθένα έναν αριθμό, αρχίζοντας με 1 και καταλήγοντας στον συνολικό αριθμό
    ⮡  Πριν ξεκινήσει το λεωφορείο μετά το διάλειμμα, ο οδηγός μέτρησε τους επιβάτες.
  3. υπολογίζομαι, είμαι σχετικός, έχω σημασία
    ⮡  Μετράει η καλή πρόθεση ή μόνο το αποτέλεσμα;
  4. με τον κατάλληλο εργαλείο διαπιστώνω την ποσότητα κάποιου πράγματος, ή το μέγεθος μιας διάστασής του
    ⮡  Ο ράφτης μέτρησε την απόσταση από τους ώμους μέχρι τα γόνατα.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παθητική κλίση -ιέμαι

Παθητική κλίση -ούμαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μετρώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «μετρώ (κ. -άω)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. (Χρειάζεται επεξεργασία)