μετράω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετράω < μετρ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μετρῶ, [1] συνηρημένος τύπος του μετρέω < μέτρον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /meˈtɾa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τρά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαμετράω/μετρώ, αόρ.: μέτρησα, παθ.φωνή: μετριέμαι/μετρούμαι[2] (μετρώμαι)[3], π.αόρ.: μετρήθηκα, μτχ.π.π.: μετρημένος
- αρθρώνω με την κανονική τους σειρά τους αριθμούς
- ⮡ Άρχισε να μετράει από το ένα μέχρι το είκοσι καθώς τα άλλα παιδιά έτρεξαν να κρυφτούν.
- διαπιστώνω πόσα πράγματα ανήκουν σε ένα σύνολο· αναθέτω στο καθένα έναν αριθμό, αρχίζοντας με 1 και καταλήγοντας στον συνολικό αριθμό
- ⮡ Πριν ξεκινήσει το λεωφορείο μετά το διάλειμμα, ο οδηγός μέτρησε τους επιβάτες.
- υπολογίζομαι, είμαι σχετικός, έχω σημασία
- ⮡ Μετράει η καλή πρόθεση ή μόνο το αποτέλεσμα;
- με τον κατάλληλο εργαλείο διαπιστώνω την ποσότητα κάποιου πράγματος, ή το μέγεθος μιας διάστασής του
- ⮡ Ο ράφτης μέτρησε την απόσταση από τους ώμους μέχρι τα γόνατα.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετράω - μετρώ | μετρούσα - μέτραγα | θα μετράω - μετρώ | να μετράω - μετρώ | μετρώντας | |
β' ενικ. | μετράς | μετρούσες - μέτραγες | θα μετράς | να μετράς | μέτρα - μέτραγε | |
γ' ενικ. | μετράει - μετρά | μετρούσε - μέτραγε | θα μετράει - μετρά | να μετράει - μετρά | ||
α' πληθ. | μετράμε - μετρούμε | μετρούσαμε - μετράγαμε | θα μετράμε - μετρούμε | να μετράμε - μετρούμε | ||
β' πληθ. | μετράτε | μετρούσατε - μετράγατε | θα μετράτε | να μετράτε | μετράτε | |
γ' πληθ. | μετράν(ε) - μετρούν(ε) | μετρούσαν(ε) - μέτραγαν - μετράγανε | θα μετράν(ε) - μετρούν(ε) | να μετράν(ε) - μετρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μέτρησα | θα μετρήσω | να μετρήσω | μετρήσει | ||
β' ενικ. | μέτρησες | θα μετρήσεις | να μετρήσεις | μέτρα - μέτρησε | ||
γ' ενικ. | μέτρησε | θα μετρήσει | να μετρήσει | |||
α' πληθ. | μετρήσαμε | θα μετρήσουμε | να μετρήσουμε | |||
β' πληθ. | μετρήσατε | θα μετρήσετε | να μετρήσετε | μετρήστε | ||
γ' πληθ. | μέτρησαν μετρήσαν(ε) |
θα μετρήσουν(ε) | να μετρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μετρήσει | είχα μετρήσει | θα έχω μετρήσει | να έχω μετρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μετρήσει | είχες μετρήσει | θα έχεις μετρήσει | να έχεις μετρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μετρήσει | είχε μετρήσει | θα έχει μετρήσει | να έχει μετρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μετρήσει | είχαμε μετρήσει | θα έχουμε μετρήσει | να έχουμε μετρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μετρήσει | είχατε μετρήσει | θα έχετε μετρήσει | να έχετε μετρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μετρήσει | είχαν μετρήσει | θα έχουν μετρήσει | να έχουν μετρήσει |
|
Παθητική κλίση -ιέμαι
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετριέμαι | μετριόμουν(α) | θα μετριέμαι | να μετριέμαι | ||
β' ενικ. | μετριέσαι | μετριόσουν(α) | θα μετριέσαι | να μετριέσαι | ||
γ' ενικ. | μετριέται | μετριόταν(ε) | θα μετριέται | να μετριέται | ||
α' πληθ. | μετριόμαστε | μετριόμαστε μετριόμασταν |
θα μετριόμαστε | να μετριόμαστε | ||
β' πληθ. | μετριέστε | μετριόσαστε μετριόσασταν |
θα μετριέστε | να μετριέστε | μετριέστε | |
γ' πληθ. | μετριούνται | μετριόνταν(ε) μετριούνταν μετριόντουσαν |
θα μετριούνται | να μετριούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετρήθηκα | θα μετρηθώ | να μετρηθώ | μετρηθεί | ||
β' ενικ. | μετρήθηκες | θα μετρηθείς | να μετρηθείς | μετρήσου | ||
γ' ενικ. | μετρήθηκε | θα μετρηθεί | να μετρηθεί | |||
α' πληθ. | μετρηθήκαμε | θα μετρηθούμε | να μετρηθούμε | |||
β' πληθ. | μετρηθήκατε | θα μετρηθείτε | να μετρηθείτε | μετρηθείτε | ||
γ' πληθ. | μετρήθηκαν μετρηθήκαν(ε) |
θα μετρηθούν(ε) | να μετρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μετρηθεί | είχα μετρηθεί | θα έχω μετρηθεί | να έχω μετρηθεί | μετρημένος | |
β' ενικ. | έχεις μετρηθεί | είχες μετρηθεί | θα έχεις μετρηθεί | να έχεις μετρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μετρηθεί | είχε μετρηθεί | θα έχει μετρηθεί | να έχει μετρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μετρηθεί | είχαμε μετρηθεί | θα έχουμε μετρηθεί | να έχουμε μετρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μετρηθεί | είχατε μετρηθεί | θα έχετε μετρηθεί | να έχετε μετρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μετρηθεί | είχαν μετρηθεί | θα έχουν μετρηθεί | να έχουν μετρηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μετρημένος - είμαστε, είστε, είναι μετρημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μετρημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μετρημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μετρημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μετρημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μετρημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μετρημένοι |
Παθητική κλίση -ούμαι
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετρούμαι | μετρούμουν | θα μετρούμαι | να μετρούμαι | ||
β' ενικ. | μετρείσαι | μετρούσουν | θα μετρείσαι | να μετρείσαι | ||
γ' ενικ. | μετρείται | μετρούνταν | θα μετρείται | να μετρείται | ||
α' πληθ. | μετρούμαστε | μετρούμασταν μετρούμαστε |
θα μετρούμαστε | να μετρούμαστε | ||
β' πληθ. | μετρείστε | μετρούσασταν μετρούσαστε |
θα μετρείστε | να μετρείστε | μετρείστε | |
γ' πληθ. | μετρούνται | μετρούνταν | θα μετρούνται | να μετρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετρήθηκα | θα μετρηθώ | να μετρηθώ | μετρηθεί | ||
β' ενικ. | μετρήθηκες | θα μετρηθείς | να μετρηθείς | μετρήσου | ||
γ' ενικ. | μετρήθηκε | θα μετρηθεί | να μετρηθεί | |||
α' πληθ. | μετρηθήκαμε | θα μετρηθούμε | να μετρηθούμε | |||
β' πληθ. | μετρηθήκατε | θα μετρηθείτε | να μετρηθείτε | μετρηθείτε | ||
γ' πληθ. | μετρήθηκαν μετρηθήκαν(ε) |
θα μετρηθούν(ε) | να μετρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μετρηθεί | είχα μετρηθεί | θα έχω μετρηθεί | να έχω μετρηθεί | μετρημένος | |
β' ενικ. | έχεις μετρηθεί | είχες μετρηθεί | θα έχεις μετρηθεί | να έχεις μετρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μετρηθεί | είχε μετρηθεί | θα έχει μετρηθεί | να έχει μετρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μετρηθεί | είχαμε μετρηθεί | θα έχουμε μετρηθεί | να έχουμε μετρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μετρηθεί | είχατε μετρηθεί | θα έχετε μετρηθεί | να έχετε μετρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μετρηθεί | είχαν μετρηθεί | θα έχουν μετρηθεί | να έχουν μετρηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μετρημένος - είμαστε, είστε, είναι μετρημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μετρημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μετρημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μετρημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μετρημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μετρημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μετρημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μετρώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «μετρώ (κ. -άω)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ (Χρειάζεται επεξεργασία)