πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μέτρον τὰ μέτρ
      γενική τοῦ μέτρου τῶν μέτρων
      δοτική τῷ μέτρ τοῖς μέτροις
    αιτιατική τὸ μέτρον τὰ μέτρ
     κλητική ! μέτρον μέτρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μέτρω
γεν-δοτ τοῖν  μέτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία