-τρον
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -τρον < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-trom μεταπτωτική βαθμίδα του επιθήματος *-tḗr. Συγγενή: αρχαία ελληνική -τήρ, σανσκριτική -त्र (-tra), λατινική -trum. Eπίσης, μορφές -σ-τρον (< λέξεις από ρήματα σε -ίζω) και -ε-τρον όπως θέρετρον, φέρετρον κατ' αναλογίαν προς παράγωγες λέξεις από δισύλλαβες ρίζες. [1]
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-τρον ουδέτερο
- επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών από ρήματα που δηλώνει το όργανο ή το μέσο που χρησιμοποιείται για την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.