τρίβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρίβω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρίβω
Ρήμα
επεξεργασίατρίβω, πρτ.: έτριβα, στ.μέλλ.: θα τρίψω, αόρ.: έτριψα, παθ.φωνή: τρίβομαι, π.αόρ.: τρίφτηκα, μτχ.π.π.: τριμμένος
- (κάτι με κάτι άλλο) μετακινώ κυκλικά ή παλινδρομικά ένα αντικείμενο πάνω σε μια επιφάνεια (η επιφάνεια είναι το αντικείμενο του ρήματος)
- ⮡ τρίβω τον τοίχο με το γυαλόχαρτο
- (ειδικότερα) (για το σώμα) εφαρμόζω πίεση με τα χέρια πάνω σε μέρος του σώματος (ως αντικείμενο τίθεται το μέρος του σώματος ή το άτομο)
- ⮡ Η φυσικοθεραπεύτρια τον έτριψε γερά στο πόδι. / του έτριψε γερά το πόδι.
- μετατρέπω κάτι σε πολύ μικρά κομμάτια χρησιμοποιώντας ειδική συσκευή, τον τρίφτη
- ⮡ Ο μάγειρας έτριψε λίγο τυρί και πασπάλισε τα μακαρόνια.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τρίβω | έτριβα | θα τρίβω | να τρίβω | τρίβοντας | |
β' ενικ. | τρίβεις | έτριβες | θα τρίβεις | να τρίβεις | τρίβε | |
γ' ενικ. | τρίβει | έτριβε | θα τρίβει | να τρίβει | ||
α' πληθ. | τρίβουμε | τρίβαμε | θα τρίβουμε | να τρίβουμε | ||
β' πληθ. | τρίβετε | τρίβατε | θα τρίβετε | να τρίβετε | τρίβετε | |
γ' πληθ. | τρίβουν(ε) | έτριβαν τρίβαν(ε) |
θα τρίβουν(ε) | να τρίβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έτριψα | θα τρίψω | να τρίψω | τρίψει | ||
β' ενικ. | έτριψες | θα τρίψεις | να τρίψεις | τρίψε | ||
γ' ενικ. | έτριψε | θα τρίψει | να τρίψει | |||
α' πληθ. | τρίψαμε | θα τρίψουμε | να τρίψουμε | |||
β' πληθ. | τρίψατε | θα τρίψετε | να τρίψετε | τρίψτε | ||
γ' πληθ. | έτριψαν τρίψαν(ε) |
θα τρίψουν(ε) | να τρίψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τρίψει | είχα τρίψει | θα έχω τρίψει | να έχω τρίψει | ||
β' ενικ. | έχεις τρίψει | είχες τρίψει | θα έχεις τρίψει | να έχεις τρίψει | έχε τριμμένο | |
γ' ενικ. | έχει τρίψει | είχε τρίψει | θα έχει τρίψει | να έχει τρίψει | ||
α' πληθ. | έχουμε τρίψει | είχαμε τρίψει | θα έχουμε τρίψει | να έχουμε τρίψει | ||
β' πληθ. | έχετε τρίψει | είχατε τρίψει | θα έχετε τρίψει | να έχετε τρίψει | έχετε τριμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν τρίψει | είχαν τρίψει | θα έχουν τρίψει | να έχουν τρίψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) τριμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) τριμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) τριμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) τριμμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρίβω
Αναφορές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίατρίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *terh₁- [1] (τρίβω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίατρίβω
Παράγωγα
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία) θέμα τριβ-
- τρίβων & παράγωγα
- ...
θέμα τριμμ-
- ..
θέμα τριπ-, τριψ-
- ...
Δείτε την Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *terh₁- (αρχαία ελληνικά) για τα θέματα τερη- (όπως τερηδών, τορ- (όπως τόρνος, τρω- (όπως τιτρώσκω)
Σύνθετα
επεξεργασία- ἀνατρίβω
- ἀντιτρίβω
- ἀποδιατρίβω
- ἀποτρίβω
- διατρίβω
- ἐκτρίβω
- ἐνδιατρίβω
- ἐντρίβω
- ἐπανατρίβω
- ἐπεντρίβω
- ἐπιδιατρίβω
- ἐπιτρίβω
- κατατρίβω
- παρατρίβω
- παρεκτρίβομαι
- περιτρίβω
- προανατρίβω
- προδιατρίβω
- προκατατρίβω
- προσανατρίβω
- προσανατρίβομαι
- προσαποτρίβω
- προσδιατρίβω
- προσεπιτρίβω
- προστρίβω
- προσυντρίβω
- προτρίβω
- συγκατατρίβω
- συμπεριτρίβομαι
- συνανατρίβω
- συνδιατρίβω
- συνεκτρίβω
- συνεπιτρίβω
- συντρίβω
- ὑποδιατρίβω
- ὑποτρίβω
Κλίση
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- τρίβω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρίβω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.