τρίβομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρίβομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίατρίβομαι
- με τρίβουν
- το τυρί τρίφτηκε, τα μακαρόνια έβρασαν και περιμένουμε όλοι εσένα να κάνεις τη σάλτσα
- (συνεκδοχικά) φθείρομαι
- όλα τα πουκάμισα έχουν τριφτεί στο ίδιο σημείο στο γιακά
- (μεταφορικά) αποκτώ τριβή, εμπειρία σε κάτι μέσα από τη συνεχή επαφή με αυτό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρίβομαι
|