φθείρομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φθείρομαι < παθητική φωνή του ρήματος φθείρω
Ρήμα επεξεργασία
φθείρομαι
- υφίσταμαι φθορά, καταστρέφομαι, βλάπτομαι, υλικά, ψυχολογικά, ηθικά, αναλώνομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
φθείρομαι
|