παθητική φωνή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
παθητική φωνή θηλυκό
- (γραμματική) η φωνή του ρήματος που δείχνει ότι το υποκείμενο παθαίνει κάτι ή δέχεται μια ενέργεια
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παθητική φωνή