ενέργεια
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ενέργεια < αρχαία ελληνική ἐνέργεια[1]
- για τη φυσική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική énergie και αγγλική energy < υστερολατινική energeia > αρχαία ελληνική ἐνέργεια
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈneɾ.ʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νέρ‐γει‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενέργεια θηλυκό
- η ανθρώπινη πράξη
- (φυσική) η θεμελιώδης ποσότητα που χαρακτηρίζει ένα σώμα ή χώρο που μπορεί να μεταβάλλει κάποιο άλλο σώμα ή να μεταβληθεί
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
όροι:
- αρχή διατήρησης της ενέργειας
- δυναμική ενέργεια
- ηλεκτρική ενέργεια
- ποιόν ενέργειας
- σκοτεινή ενέργεια
εκφράσεις:
- θέτω σε ενέργεια: ξεκινώ
- εν ενεργεία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ενέργεια στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πράξη
φυσικό μέγεθος
Επεξεργασία
- ↑ ενέργεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.