ενέργεια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενέργεια | οι | ενέργειες |
γενική | της | ενέργειας | των | ενεργειών |
αιτιατική | την | ενέργεια | τις | ενέργειες |
κλητική | ενέργεια | ενέργειες | ||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ενέργεια < αρχαία ελληνική ἐνέργεια[1]
- για τη φυσική < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική énergie και αγγλική energy < υστερολατινική energeia > αρχαία ελληνική ἐνέργεια
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈneɾ.ʝi.a/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενέργεια θηλυκό
- ανθρώπινη πράξη
- (φυσική) θεμελιώδης ποσότητα που χαρακτηρίζει ένα σώμα ή χώρο που μπορεί να μεταβάλλει κάποιο άλλο σώμα ή να μεταβληθεί, σχετικιστική μεταβολή ή δυνατότητα μεταβολής (χρωματικού) συνόλου σε σχέση με άλλο ή άλλα
- (κβαντική χρωμοδυναμική) ποσότητα πληροφορίας, υψηλής ενέργειας κυματοσυνάρτηση δύναται να προκαλέσει περισσότερες αλλαγές κατάστασης καθώς εντροπίζεται-διαχέεται, ποσότητα πληροφορίας και ενέργεια ταυτίζονται σαν έννοιες στην κβαντική χρωμοδυναμική (στη καθημερινή ζωή ξέρουμε ότι τα FM εμπεριέχουν περισσότερη πληροφορία, ενέργεια και συχνότητα απ' τα AM ανά μονάδα χρόνου)
- (σωματιδιακή φυσική) (θεμελιωδώς) μη θορυβική ροή στο υπόβαθρο της τάξης μεγέθους Planck
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- αλληλενέργεια
- αντενέργεια
- απενεργοποιώ
- αυτενέργεια
- διενέργεια
- ενεργειοκρατία
- ενεργοβόρος
- ενεργοποιώ
- επενέργεια
- μετενέργεια
- παρενέργεια
- ραδιενέργεια
- τριτενέργεια
- υλοενέργεια
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
όροι:
- αρχή διατήρησης της ενέργειας
- δυναμική ενέργεια
- ενέργεια ενεργοποίησης
- ηλεκτρική ενέργεια
- ποιόν ενέργειας
- σκοτεινή ενέργεια
εκφράσεις:
- θέτω σε ενέργεια: ξεκινώ
- εν ενεργεία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ενέργεια στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πράξη
φυσικό μέγεθος
Επεξεργασία
- ↑ «ενέργεια» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.