Δείτε επίσης: ἐνέργεια, ενάργεια
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενέργεια οι ενέργειες
      γενική της ενέργειας των ενεργειών
    αιτιατική την ενέργεια τις ενέργειες
     κλητική ενέργεια ενέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ετυμολογία

επεξεργασία
ενέργεια < σημασία 1: αρχαία ελληνική ἐνέργεια[1][2]
σημασίες 2 και 3: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική énergie και αγγλική energy[2] < υστερολατινική energeia > αρχαία ελληνική ἐνέργεια
σημασία 4: κατά την σημασία «επιδρώ» (για φάρμακο, ουσία) του ρήματος «ενεργώ»[2]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενέργεια θηλυκό

  1. η ανθρώπινη πράξη
  2. (φυσική) η θεμελιώδης ποσότητα που χαρακτηρίζει ένα σώμα ή χώρο που μπορεί να μεταβάλλει κάποιο άλλο σώμα ή να μεταβληθεί
  3. (μεταφορικά) ενεργητικότητα, ζωντάνια
    παράδειγμα  Είναι γεμάτος ενέργεια.
  4. επενέργεια, επίδραση, δραστικότητα
    παράδειγμα  ανεπιθύμητη ενέργεια φαρμάκου (παρενέργεια)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ενέργεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 3 ενέργεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)