Δείτε επίσης: ἐνέργεια, ενάργεια
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενέργεια οι ενέργειες
      γενική της ενέργειας των ενεργειών
    αιτιατική την ενέργεια τις ενέργειες
     κλητική ενέργεια ενέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενέργεια θηλυκό

  1. η ανθρώπινη πράξη
  2. (φυσική) η θεμελιώδης ποσότητα που χαρακτηρίζει ένα σώμα ή χώρο που μπορεί να μεταβάλλει κάποιο άλλο σώμα ή να μεταβληθεί

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία