ενεργητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ενεργητικός < αρχαία ελληνική ἐνεργητικός
Επίθετο
επεξεργασία
ενεργητικός
- που είναι ενεργός και σχετικά δραστήριος
- (γραμματική) που δείχνει ότι το υποκείμενο ενεργεί
- που παίζει το ρόλο του άντρα σε ομοφυλόφιλη σχέση