σκοτεινή ενέργεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκοτεινή ενέργεια | οι | σκοτεινές ενέργειες |
γενική | της | σκοτεινής ενέργειας | των | σκοτεινών ενεργειών |
αιτιατική | τη | σκοτεινή ενέργεια | τις | σκοτεινές ενέργειες |
κλητική | σκοτεινή ενέργεια | σκοτεινές ενέργειες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκοτεινή ενέργεια < σκοτεινή + ενέργεια ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dark energy)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίασκοτεινή ενέργεια θηλυκό
- (φυσική, αστρονομία) άγνωστη μορφή ενέργειας που προκαλεί την επιταχυνόμενη διαστολή του σύμπαντος και αποτελεί περίπου το 68% της συνολικής του ενέργειας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκοτεινή ενέργεια