μορφή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μορφή | οι | μορφές |
γενική | της | μορφής | των | μορφών |
αιτιατική | τη | μορφή | τις | μορφές |
κλητική | μορφή | μορφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μορφή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μορφή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μορφή θηλυκό
- η εξωτερική όψη, σχήμα κάποιου πράγματος
- (για κείμενα) τα στοιχεία που συνθέτουν την εξωτερική όψη ενός κειμένου, σε αντιδιαστολή με το περιεχόμενο
- ↪ Η ομοιοκαταληξία αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της μορφής στην παραδοσιακή ποίηση.
- το πρόσωπο του ανθρώπου
- ↪ Ο Καλιγούλας είχε διατάξει να το μεταφέρουν στη Ρώμη και να του αλλάξουν το πρόσωπο δίνοντάς του την μορφή του αυτοκράτορα (από το άρθρο της Βικιπαίδειας Άγαλμα του Ολυμπίου Διός)
- άνθρωπος με αναγνωρισμένη προσφορά σε έναν τομέα
- ↪ ο Νικόλαος Πολίτης υπήρξε σπουδαία μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων.
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- μορφογένεση, μορφογενετικός, μορφογονία
- μορφοδυναμική
- μορφολογία, μορφολογικός
- μόρφωμα, μορφωμένος, μορφώνω, μόρφωση, μορφωτικός
- -μορφος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μορφος στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά:
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μορφή
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «μορφή» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μορφή | αἱ | μορφαί |
γενική | τῆς | μορφῆς | τῶν | μορφῶν |
δοτική | τῇ | μορφῇ | ταῖς | μορφαῖς |
αιτιατική | τὴν | μορφήν | τὰς | μορφᾱ́ς |
κλητική ὦ! | μορφή | μορφαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μορφᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μορφαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «μορφή» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «μορφή» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.