Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μόρφωση οι μορφώσεις
      γενική της μόρφωσης* των μορφώσεων
    αιτιατική τη μόρφωση τις μορφώσεις
     κλητική μόρφωση μορφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μορφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μόρφωση < ελληνιστική κοινή μόρφωσις < μορφόω / μορφῶ (δίνω μορφή) < αρχαία ελληνική μορφή ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Bildung[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μόρφωση θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία