μόρφωση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μόρφωση < ελληνιστική κοινή μόρφωσις < μορφόω, δίνω μορφή ( > μορφώνω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μόρφωση θηλυκό
- το να είναι κανείς μορφωμένος, να έχει αποκτήσει πολλές γνώσεις και πνευματική καλλιέργεια