Ετυμολογία

επεξεργασία

μορφώνω, αόρ.: μόρφωσα, παθ.φωνή: μορφώνομαι, π.αόρ.: μορφώθηκα, μτχ.π.π.: μορφωμένος

  1. δίνω μορφή, σχήμα σε κάτι
  2. εκπαιδεύω, προάγω πνευματικά και ηθικά

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία