συμμορφώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμμορφώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμμορφ(ῶ), κλίση -όω + -ώνω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική se conformer [1][2] < σύμμορφος < συμ- + αρχαία ελληνική μορφ(ή) [3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.moɾˈfo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐μορ‐φώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίασυμμορφώνω, αόρ.: συμμόρφωσα, παθ.φωνή: συμμορφώνομαι, π.αόρ.: συμμορφώθηκα, μτχ.π.π.: συμμορφωμένος
- κάνω τη συμπεριφορά κάποιου να εναρμονιστεί με κάποιο υπόδειγμα, κανόνα ή υπόδειξη και να διορθωθεί
- ⮡ Συμμορφώθηκα με τον κανονισμό του τρένου και έσβησα το τσιγάρο.
- συνετίζω, σωφρονίζω
- ευπρεπίζω, τακτοποιώ
Συγγενικά
επεξεργασία- ασυμμόρφωτα (επίρρημα)
- ασυμμόρφωτος
- συμμόρφωση
- → δείτε τις λέξεις συν, μορφώνω και μορφή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμμορφώνω | συμμόρφωνα | θα συμμορφώνω | να συμμορφώνω | συμμορφώνοντας | |
β' ενικ. | συμμορφώνεις | συμμόρφωνες | θα συμμορφώνεις | να συμμορφώνεις | συμμόρφωνε | |
γ' ενικ. | συμμορφώνει | συμμόρφωνε | θα συμμορφώνει | να συμμορφώνει | ||
α' πληθ. | συμμορφώνουμε | συμμορφώναμε | θα συμμορφώνουμε | να συμμορφώνουμε | ||
β' πληθ. | συμμορφώνετε | συμμορφώνατε | θα συμμορφώνετε | να συμμορφώνετε | συμμορφώνετε | |
γ' πληθ. | συμμορφώνουν(ε) | συμμόρφωναν συμμορφώναν(ε) |
θα συμμορφώνουν(ε) | να συμμορφώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμμόρφωσα | θα συμμορφώσω | να συμμορφώσω | συμμορφώσει | ||
β' ενικ. | συμμόρφωσες | θα συμμορφώσεις | να συμμορφώσεις | συμμόρφωσε | ||
γ' ενικ. | συμμόρφωσε | θα συμμορφώσει | να συμμορφώσει | |||
α' πληθ. | συμμορφώσαμε | θα συμμορφώσουμε | να συμμορφώσουμε | |||
β' πληθ. | συμμορφώσατε | θα συμμορφώσετε | να συμμορφώσετε | συμμορφώστε | ||
γ' πληθ. | συμμόρφωσαν συμμορφώσαν(ε) |
θα συμμορφώσουν(ε) | να συμμορφώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμμορφώσει | είχα συμμορφώσει | θα έχω συμμορφώσει | να έχω συμμορφώσει | ||
β' ενικ. | έχεις συμμορφώσει | είχες συμμορφώσει | θα έχεις συμμορφώσει | να έχεις συμμορφώσει | ||
γ' ενικ. | έχει συμμορφώσει | είχε συμμορφώσει | θα έχει συμμορφώσει | να έχει συμμορφώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμμορφώσει | είχαμε συμμορφώσει | θα έχουμε συμμορφώσει | να έχουμε συμμορφώσει | ||
β' πληθ. | έχετε συμμορφώσει | είχατε συμμορφώσει | θα έχετε συμμορφώσει | να έχετε συμμορφώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συμμορφώσει | είχαν συμμορφώσει | θα έχουν συμμορφώσει | να έχουν συμμορφώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμμορφώνομαι | συμμορφωνόμουν(α) | θα συμμορφώνομαι | να συμμορφώνομαι | ||
β' ενικ. | συμμορφώνεσαι | συμμορφωνόσουν(α) | θα συμμορφώνεσαι | να συμμορφώνεσαι | ||
γ' ενικ. | συμμορφώνεται | συμμορφωνόταν(ε) | θα συμμορφώνεται | να συμμορφώνεται | ||
α' πληθ. | συμμορφωνόμαστε | συμμορφωνόμαστε συμμορφωνόμασταν |
θα συμμορφωνόμαστε | να συμμορφωνόμαστε | ||
β' πληθ. | συμμορφώνεστε | συμμορφωνόσαστε συμμορφωνόσασταν |
θα συμμορφώνεστε | να συμμορφώνεστε | (συμμορφώνεστε) | |
γ' πληθ. | συμμορφώνονται | συμμορφώνονταν συμμορφωνόντουσαν |
θα συμμορφώνονται | να συμμορφώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμμορφώθηκα | θα συμμορφωθώ | να συμμορφωθώ | συμμορφωθεί | ||
β' ενικ. | συμμορφώθηκες | θα συμμορφωθείς | να συμμορφωθείς | συμμορφώσου | ||
γ' ενικ. | συμμορφώθηκε | θα συμμορφωθεί | να συμμορφωθεί | |||
α' πληθ. | συμμορφωθήκαμε | θα συμμορφωθούμε | να συμμορφωθούμε | |||
β' πληθ. | συμμορφωθήκατε | θα συμμορφωθείτε | να συμμορφωθείτε | συμμορφωθείτε | ||
γ' πληθ. | συμμορφώθηκαν συμμορφωθήκαν(ε) |
θα συμμορφωθούν(ε) | να συμμορφωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συμμορφωθεί | είχα συμμορφωθεί | θα έχω συμμορφωθεί | να έχω συμμορφωθεί | συμμορφωμένος | |
β' ενικ. | έχεις συμμορφωθεί | είχες συμμορφωθεί | θα έχεις συμμορφωθεί | να έχεις συμμορφωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συμμορφωθεί | είχε συμμορφωθεί | θα έχει συμμορφωθεί | να έχει συμμορφωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συμμορφωθεί | είχαμε συμμορφωθεί | θα έχουμε συμμορφωθεί | να έχουμε συμμορφωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συμμορφωθεί | είχατε συμμορφωθεί | θα έχετε συμμορφωθεί | να έχετε συμμορφωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συμμορφωθεί | είχαν συμμορφωθεί | θα έχουν συμμορφωθεί | να έχουν συμμορφωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συμμορφωμένος - είμαστε, είστε, είναι συμμορφωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συμμορφωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συμμορφωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συμμορφωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συμμορφωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συμμορφωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συμμορφωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ συμμορφώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ συμμορφώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.