Ετυμολογία

επεξεργασία
συμμορφώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμμορφ(ῶ), κλίση -όω + -ώνω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική se conformer [1][2] < σύμμορφος < συμ- + αρχαία ελληνική μορφ(ή) [3]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.moɾˈfo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐μορ‐φώ‐νω

συμμορφώνω, αόρ.: συμμόρφωσα, παθ.φωνή: συμμορφώνομαι, π.αόρ.: συμμορφώθηκα, μτχ.π.π.: συμμορφωμένος

  1. κάνω τη συμπεριφορά κάποιου να εναρμονιστεί με κάποιο υπόδειγμα, κανόνα ή υπόδειξη και να διορθωθεί
    ⮡  Συμμορφώθηκα με τον κανονισμό του τρένου και έσβησα το τσιγάρο.
  2. συνετίζω, σωφρονίζω
  3. ευπρεπίζω, τακτοποιώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συμμορφώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. συμμορφώνωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.