Ετυμολογία

επεξεργασία
τακτοποιώ < (μαρτυρείται από το 1855) τάξη και ποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mettre en ordre

τακτοποιώ (παθητικό : τακτοποιούμαι)

  1. βάζω σε τάξη αντικείμενα
    ⮡  Τακτοποιείστε το δωμάτιο βρε παιδιά!
  2. βάζω σε τάξη, ρυθμίζω καθημερινές μικροϋποθέσεις ή σοβαρές εκκρεμότητες
    ⮡  -Σε ζητούσε ο Τάκης το πρωί. Τι θέλει πάλι; -Μην ασχολείσαι. Το τακτοποίησα
  3. εξοφλώ
    ⮡  Τάσο να τακτοποιήσεις τη ΔΕΗ γιατί θα μας κόψουν το ρεύμα
  4. διορίζω κάποιον κάνοντας ρουσφέτι
    ⮡  Μη σκας για τον Τάσο. Όταν δεν τον τακτοποιεί η ΝΔ τον τακτοποιεί το ΠΑΣΟΚ. Παντού έχει άκριες
  5. ησυχάζω μετά από κάποια περίοδο σχετικής αναστάτωσης ή αναζήτησης
    ⮡  Τα παιδιά τακτοποιήθηκαν στο καινούργιο σπίτι ή όχι ακόμα;
    ⮡  Ο γιος σου τακτοποιήθηκε ή ακόμα ψάχνει για δουλειά ο ταλαίπωρος;
  6. εξασφαλίζω σε κάποιον εργασία ή τα εφόδια, τα μέσα για να ζήσει

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία