Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τακτοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τακτοποιημέν
ος
η
τακτοποιημέν
η
το
τακτοποιημέν
ο
γενική
του
τακτοποιημέν
ου
της
τακτοποιημέν
ης
του
τακτοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
τακτοποιημέν
ο
την
τακτοποιημέν
η
το
τακτοποιημέν
ο
κλητική
τακτοποιημέν
ε
τακτοποιημέν
η
τακτοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τακτοποιημέν
οι
οι
τακτοποιημέν
ες
τα
τακτοποιημέν
α
γενική
των
τακτοποιημέν
ων
των
τακτοποιημέν
ων
των
τακτοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
τακτοποιημέν
ους
τις
τακτοποιημέν
ες
τα
τακτοποιημέν
α
κλητική
τακτοποιημέν
οι
τακτοποιημέν
ες
τακτοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τακτοποιημένος
<
τακτοποιώ
Μετοχή
επεξεργασία
τακτοποιημένος, -η, -ο
που έχει
τακτοποιηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τακτοποιημένος
γαλλικά
:
ordonné
(fr)
,
arrangé
(fr)