τακτοποιημένα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τακτοποιημένα < τακτοποιημένος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
τακτοποιημένα
- με τακτοποιημένο τρόπο, με τάξη
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τακτοποιημένα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τακτοποιημένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τακτοποιημένος