-α
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δείτε στους ορισμούς για -α, για -ά και για -α ή -ά[1]
Επίθημα
επεξεργασία-α
- κατάληξη για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παραγώγων
- από ρήματα: γεννώ → γέννα, νυστάζω → νύστα
- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -α (βρομῶ - βρόμα) < αρχαία ελληνική (πεινῶ - πεῖνα)
- από επίθετα: πικρός → πίκρα
- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -α (ἁλμυρός - ἁλμύρα) < αρχαία ελληνική : επίθετα σε -ρός (ἐχθρός - ἔχθρα)
- από ρήματα: γεννώ → γέννα, νυστάζω → νύστα
- κατάληξη ουδέτερων πληθυντικού αριθμού για ουσιαστικά που είναι παρατακτικά σύνθετα
- μαχαιροπίρουνα
- < πληθυντικός ουδετέρων -ο
- (μεγεθυντικό) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουδέτερα ουσιαστικά σε -ι
- με ή χωρίς μεγεθυντική σημασία
- μεγεθυντικό και μειωτικό
- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -α θηλυκό (σκάλα, ως μεγεθυντικό του -ιν (σκαλίν) < ελληνιστική κοινή -α (σκάλα)
-ά
-α ή -ά
- για τον σχηματισμό επιρρημάτων
- από επίθετα σε -ός δεξιός → δεξιά
- από επίθετα σε -ύς βαθύς → βαθιά
- από τα επιρρήματα -ως (συχνά με παράλληλους τύπους: καλά-καλώς, ευχάριστα-ευχαρίστως με την ίδια ή διαφορετική σημασία)
- < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -ά και -α που αντικατέστησε το -ῶς και -ως για να διακρίνεται από το -ός και -ος (όταν πια ήσαν ομόηχα) < αρχαία ελληνική -ά
- για το σχηματισμό του θηλυκού γένους ουσιαστικών
- από αρσενικά ουσιαστικά που δηλώνουν ιδιότητα, επάγγελμα ή εθνικότητα
- θεός → θεά, κουμπάρος → κουμπάρα, δάσκαλος → δασκάλα, Κινέζος → Κινέζα
- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -α θηλυκών για αρσενικά σε -ος
- νοικοκύρης → νοικοκυρά
- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θηλυκό αρσενικού σε -ης
- θεός → θεά, κουμπάρος → κουμπάρα, δάσκαλος → δασκάλα, Κινέζος → Κινέζα
- από ονόματα ζώων, για να δηλωθεί η μητέρα του ζώου (δείτε και το -α με μεγεθυντική σημασία)
- για επίθετα σε -ος, -α, -ο (ωραίος → ωραία)
- για επίθετα σε -ης, -α, -ικο (τεμπέλης → τεμπέλα)
- ως προσαρμογή στη δημοτική του θηλυκού λόγιων αρχαίων δικατάληκτων επιθέτων σε -ος, -ος, -ον (η ζημιογόνος → η ζημιογόνα)
- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -α και -ά (επίθημα θηλυκών από αρσενικά σε -ος, -ός, ή μεγεθυντικό -α)
- από αρσενικά ουσιαστικά που δηλώνουν ιδιότητα, επάγγελμα ή εθνικότητα
- κατάληξη ισοσύλλαβων θηλυκών ουσιαστικών όπως
- χαρά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ά (χαρά)
- θάλασσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -α (θάλασσα)
- μητέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -α (μητέρα) < αρχαία αιτιατική τριτόκλιτων (μήτηρ)
- χελώνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -α (χελώνα) < αρχαία θηλυκά -η (χελώνη)
- λίμα < άμεσο δάνειο από την ιταλική -a (lima < limare) και δάνεια από άλλες γλώσσες
- κατάληξη ουδέτερων πληθυντικού αριθμού
- για ουσιαστικά περιληπτικά (όσπρια, πιατικά)
- για ουσιαστικά περιληπτικά που είναι ταξινομικοί όροι (Πρωτόζωα, Φυτά)
- για επίθετα ουδέτερα ουσιαστικοποιημένα (ελληνικά, κινέζικα)
- < πληθυντικός του ουδέτερου -ο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- και θηλυκά -ιά, -η, -ισσα, -ίνα, -τρία, -τρα, -αίνα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -α στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ά στο Βικιλεξικό
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -α στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατάληξη επιρρημάτων
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ "-α" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας