πιάτο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | πιάτο | πιάτα |
γενική | πιάτου | πιάτων |
αιτιατική | πιάτο | πιάτα |
κλητική | πιάτο | πιάτα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πιάτο < ιταλική piatto < λατινική platus < αρχαία ελληνική πλατύς (αντιδάνειο)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πιάτο ουδέτερο
- σκεύος στο οποίο σερβίρουμε φαγητό, γλυκό ή φρούτα
- βαθύ πιάτο
- ρηχό πιάτο
- σερβίτσιο πιάτων
- πινάκιο[1]
- (κατ’ επέκταση) η ποσότητα τροφής που χωράει σε αυτό
- έφαγε δύο πιάτα μακαρόνια
- (συνεκδοχικά) το κάθε φαγητό που σερβίρεται στο τραπέζι
- πρώτο / δεύτερο / τρίτο πιάτο
- δημιουργήσαμε καινούριο πιάτο για χορτοφάγους
- (μεταφορικά) αντικείμενο που μοιάζει ή θυμίζει πιάτο
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- στο πιάτο : χωρίς κόπο
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πιάτο
- ↑ ΠΑΠΥΡΟΣ LAROOUSSE BRITANNICA, τόμ. 49, ΑΘΗΝΑ 1992, σελ. 456