τάσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τάσι | τα | τάσια |
γενική | του | τασιού | των | τασιών |
αιτιατική | το | τάσι | τα | τάσια |
κλητική | τάσι | τάσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατάσι ουδέτερο
- είδος κύπελλου με πλατύ στόμιο
- οτιδήποτε έχει παρόμοιο σχήμα (στρόγγυλο και πλατύ)
- κάλυμμα ρόδας αυτοκινήτου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τάσι
3 - enjoliveur (fr) |