Δείτε επίσης: Τζιν, Τζην, τζην

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

τζιν < (άμεσο δάνειο) αγγλική gin

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζιν ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

τζιν < (άμεσο δάνειο) αγγλική jean
 
Ρούχα από τζιν.
 
Ένα τζιν κρεμασμένο ανάποδα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζιν ουδέτερο άκλιτο

  1. βαμβακερό ύφασμα με χαρακτηριστική διαγώνια ύφανση
  2. παντελόνι από τέτοιο ύφασμα, κυρίως το λεγόμενο και μπλουτζίν

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • τζην (μη απλοποιημένη)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

τζιν άκλιτο

  • ρούχο, ένδυμα φτιαγμένο από το παραπάνω βαμβακερό ύφασμα
    ήρθε στη γιορτή φορώντας τζιν πουκάμισο

  Μεταφράσεις επεξεργασία