εικόνα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εικόνα | οι | εικόνες |
γενική | της | εικόνας | των | εικόνων |
αιτιατική | την | εικόνα | τις | εικόνες |
κλητική | εικόνα | εικόνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εικόνα < αρχαία ελληνική εἰκών < εἴκω (μοιάζω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εικόνα θηλυκό
- πίνακας ζωγραφικής σε ξύλινη επιφάνεια κυρίως για τη θρησκευτική λατρεία, τώρα πια και σε πλαστικοποιημένη μορφή, εικόνισμα
- προσκύνησαν την εικόνα της Παναγίας
- περιφορά των αγίων εικόνων
- έχω μια αγιορείτικη εικόνα της Παναγίας
- έχει χυθεί αίμα για τις εικόνες στην περίοδο της Εικονομαχίας, στο Βυζάντιο
- διδιάστατη εμφάνιση ή αναπαράσταση με τεχνικά μέσα πραγματικού αντικειμένου
- η εικόνα της Αθήνας από ψηλά (αεροφωτογραφία, ταινία)
- γενική, λιτή, αλλά ουσιαστική και πιστή αναπαράσταση ή η εμφάνιση μιας κατάστασης
- δώσε μου μια γενική εικόνα του τι συνέβη
- η εικόνα που παρουσίαζαν/ έδιναν προς τα έξω ήταν κακή
- έχω μια γενική εικόνα στο μυαλό μου αλλά δε θυμάμαι λεπτομέρειες
- εμφάνιση αντικειμένου ή γεγονότος ή φωτογραφίας με ηλεκτρονικά μέσα
- η τηλεόραση έχει κακή εικόνα, δηλαδή παρεμβάλλονται παράσιτα κ.λπˈ'
- το είδωλο ατόμου ή αντικειμένου
- είδα την εικόνα σου στον καθρέφτη
- κλείνω το μάτια και βλέπω την εικόνα σου
- ομοιότητα προς άλλον
- είναι εικόνα του, δηλαδή σαν αντίγραφο
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- απεικονίζω
- εικονογράφηση
- εικονογραφημένος
- εικονογράφος
- εικονογραφώ
- εικονοκλάστης
- εικονολατρία
- εικονολάτρης
- εικονολήπτης
- εικονομαχία
- εικονοστάσιο
- εικονοστοιχείο, εικονοψηφίδα
- εξεικονίζω