εικόνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εικόνα | οι | εικόνες |
γενική | της | εικόνας | των | εικόνων |
αιτιατική | την | εικόνα | τις | εικόνες |
κλητική | εικόνα | εικόνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εικόνα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική εἰκών από την αιτιατική ενικού «τὴν εἰκόνα». Δείτε και εικάζω.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈko.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐κό‐να
Ουσιαστικό επεξεργασία
εικόνα θηλυκό
- δισδιάστατη εμφάνιση ή αναπαράσταση με τεχνικά μέσα πραγματικού αντικειμένου
- ↪ Η εικόνα της Αθήνας από ψηλά σε μία αεροφωτογραφία.
- εμφάνιση αντικειμένου ή γεγονότος ή φωτογραφίας με ηλεκτρονικά μέσα
- ↪ Η τηλεόραση έχει κακή εικόνα· παρεμβάλλονται παράσιτα.
- το είδωλο ατόμου ή αντικειμένου
- ↪ Είδα την εικόνα σου στον καθρέφτη.
- ↪ Κλείνω το μάτια και βλέπω την εικόνα σου.
- ομοιότητα προς άλλον
- ↪ είναι εικόνα του, δηλαδή σαν αντίγραφο
- (μεταφορικά) γενική, λιτή, αλλά ουσιαστική και πιστή αναπαράσταση ή η εμφάνιση μιας κατάστασης
- ↪ Δώσε μου μια γενική εικόνα του τι συνέβη.
- ↪ Η εικόνα που παρουσίαζαν/(έδιναν προς τα έξω) ήταν κακή.
- ↪ Έχω μια γενική εικόνα στο μυαλό μου αλλά δε θυμάμαι λεπτομέρειες.
- (ζωγραφική, εκκλησιαστικός όρος) πίνακας ζωγραφικής σε ξύλινη επιφάνεια κυρίως για τη θρησκευτική λατρεία
Συγγενικά επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
εικον-
εικον-
με θέμα εικον-
και
- ανεικονικά (επίρρημα)
- ανεικονικός
- ανεικονικότητα
- ανεικόνιστος
- ανεξεικόνιστος
- απεικονίζω, απεικονίζομαι
- απεικόνιση
- απεικονισμένος
- απεικονιστικά (επίρρημα)
- απεικονιστικός
- αποεικονίζω
- εικονίδιο
- εικονίζω, εικονίζομαι & σύνθετα
- εικονικά (επίρρημα)
- εικονικός
- εικονικότητα
- εικόνιση
- εικόνισμα
- εικονισματάκι (υποκοριστικό)
- εικονισμένος
- εικονισμός
- εικονιστικά (επίρρημα)
- εικονιστικός
- εικονιστικώς (επίρρημα)
- εικονιστός
- εικονίτσα (υποκοριστικό)
- εικονικός
- εικονοειδής, εικονοειδές
- εικονούλα (υποκοριστικό)
- εξεικονίζω, εξεικονίζομαι
- εξεικόνιση
- εξεικονιστικός
- προεικονίζω, προεικονίζομαι
- προεικόνιση
→ και δείτε τη λέξη εικάζω για θέματα με εικασ-,
Μεταφράσεις επεξεργασία
γενικά: εικόνα, αναπαράσταση
Πηγές επεξεργασία
- εικόνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.