δισδιάστατος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δισδιάστατος < δις + διάστα(ση) + -τος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική à deux dimensions η γερμανική zweidimensional[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðiz'ði̯a.sta.tos/ και /ðiz'ðʝa.sta.tos/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δισδιάστατος
- (μαθηματικά) που έχει δύο διαστάσεις (μήκος και πλάτος)
- Ο Ευκλείδης ορίζει την επιφάνεια ως δισδιάστατη: ("ἐπιφάνεια δέ ἐστιν, ὃ μῆκος καὶ πλάτος μόνον ἔχει." [Ευκλ.Στοιχ.1.7])
- (μεταφορικά) που έχει δύο όψεις, δύο πλευρές
- το πρόβλημα που προκύπτει είναι δισδιάστατο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δισδιάστατος
Επεξεργασία
- ↑ «δισδιάστατος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.