Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μητρότητα οι μητρότητες
      γενική της μητρότητας των μητροτήτων
    αιτιατική τη μητρότητα τις μητρότητες
     κλητική μητρότητα μητρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μητρότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μητρότης < μήτηρ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈtɾo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐τρό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μητρότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα της μητέρας
  2. ο πόθος της μητέρας να έχει παιδιά και επίσης η αγάπη της προς αυτά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία