ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μητρότης αἱ μητρότητες
      γενική τῆς μητρότητος τῶν μητροτήτων
      δοτική τῇ μητρότητ ταῖς μητρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν μητρότητ τὰς μητρότητᾰς
     κλητική ! μητρότης μητρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μητρότητε
γεν-δοτ τοῖν  μητροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μητρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μήτηρ, μητρ- + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μητρότης, -ητος θηλυκό