καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -ότης αἱ -ότητες
      γενική τῆς -ότητος τῶν -οτήτων
      δοτική τῇ -ότητι ταῖς -ότησι(ν)
    αιτιατική τὴν -ότητα τὰς -ότητας
     κλητική ! -ότης -ότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
-ότης < αρχαία ελληνική -της (θηλυκό), επίθημα σε ουσιαστικά με θέμα που έληγε σε -ο, με επέκταση στις μορφές -ότης, -ύτης > (νέα ελληνική) -ότητα, -ύτητα[1]

Αναφορές

επεξεργασία