Δείτε επίσης: ἐκκλησία

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκλησία οι εκκλησίες
      γενική της εκκλησίας των εκκλησιών
    αιτιατική την εκκλησία τις εκκλησίες
     κλητική εκκλησία εκκλησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Εκκλησία στον Αποκορώνα Κρήτης

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εκκλησία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκκλησία < ἔκκλητος < ἐκ + καλέω / καλῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- / *kl̥h₁- (καλώ, φωνάζω). Συγκρίνετε με το εκκλησιά.

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kliˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐κλη‐σί‐α

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εκκλησία θηλυκό

  1. (αρχαία ελληνική ιστορία) συνέλευση
  2. (χριστιανισμός) το σύνολο των Χριστιανών μιας περιοχής
    η επιστολή του Παύλου προς την Εκκλησία της Κορίνθου
  3. (χριστιανισμός) το σύνολο των Χριστιανών που ακολουθούν ένα δόγμα
    η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
    η Ορθόδοξη Εκκλησία
  4. (χριστιανισμός) η εκκλησιαστική ιεραρχία
    αντιδράσεις της Εκκλησίας για το νέο νομοσχέδιο
  5. (χριστιανισμός) ο ναός
    άλλες μορφές: εκκλησιά

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία