Δείτε επίσης: ἐκκλησία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκλησία οι εκκλησίες
      γενική της εκκλησίας των εκκλησιών
    αιτιατική την εκκλησία τις εκκλησίες
     κλητική εκκλησία εκκλησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Εκκλησία στον Αποκορώνα Κρήτης

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκκλησία θηλυκό

  1. (αρχαία ελληνική ιστορία) συνέλευση
  2. (χριστιανισμός) το σύνολο των Χριστιανών μιας περιοχής
      η επιστολή του Παύλου προς την Εκκλησία της Κορίνθου
  3. (χριστιανισμός) το σύνολο των Χριστιανών που ακολουθούν ένα δόγμα
      η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
      η Ορθόδοξη Εκκλησία
      Εκκλησία χωρίς γυναίκες είναι σαν το κολέγιο των Αποστόλων χωρίς τη Θεοτόκο. O ρόλος των γυναικών στην Εκκλησία δεν είναι απλός όσο αυτός της μητρότητας, αλλά πολύ ευρύτερος: είναι ακριβώς το να είναι εικόνα της Θεοτόκου που βοηθά την Εκκλησία να προοδεύει (Eleni Kasselouri-Hatzivassiliadi, Niki Papageorgiou, Petros Vassiliadis, Deaconesses, the Ordination of Women and Orthodox Theology, κεφ. Οι παρεμβάσεις του Πάπα Φραγκίσκου Α΄, 2018, σελ. 475)
  4. (χριστιανισμός) η εκκλησιαστική ιεραρχία
      αντιδράσεις της Εκκλησίας για το νέο νομοσχέδιο
  5. (χριστιανισμός) ο ναός
      Άρχισε ο παπα-Γρηγόρης να διαβάζει το Ευαγγέλιο από τον άμβωνα, με τη βαριά φωνή του που έκανε τα τζαμάκια της εκκλησίας να τριζοβολάνε (Άλκη Ζέη, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, 1971)
    άλλες μορφές: εκκλησιά

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία