εκκλησάρισσα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εκκλησάρισσα < εκκλησάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εκκλησάρισσα θηλυκό
- θηλυκό του εκκλησάρης
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εκκλησάρισσα
|
εκκλησάρισσα θηλυκό
|