• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εκκλησάρισσα

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκλησάρισσα οι εκκλησάρισσες
      γενική της εκκλησάρισσας των εκκλησαρισσών
    αιτιατική την εκκλησάρισσα τις εκκλησάρισσες
     κλητική εκκλησάρισσα εκκλησάρισσες
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εκκλησάρισσα < εκκλησάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εκκλησάρισσα θηλυκό

  • θηλυκό του εκκλησάρης

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • εκκλησιάρισσα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εκκλησάρισσα
  • → δείτε τη λέξη νεωκόρος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εκκλησάρισσα&oldid=4653703"
Τελευταία επεξεργασία στις 8 Ιουνίου 2020, στις 09:40

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 8 Ιουνίου 2020, στις 09:40.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie