↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η νεωκόρος οι νεωκόροι
      γενική του/της νεωκόρου των νεωκόρων
    αιτιατική τον/τη νεωκόρο τους/τις νεωκόρους
     κλητική νεωκόρε νεωκόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεωκόρος < νεώςναός) + κόροςκούρος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεωκόρος αρσενικό ή θηλυκό, νεωκόρισσα θηλυκό

  • (επάγγελμα) λαϊκός που έχει την ευθύνη για την καθαριότητα, την τάξη, την ασφάλεια και την λειτουργική ετοιμότητα ενός Ιερού Ναού

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεωκόρος αρσενικό