Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καντηλανάφτης οι καντηλανάφτες
      γενική του καντηλανάφτη των καντηλαναφτών
    αιτιατική τον καντηλανάφτη τους καντηλανάφτες
     κλητική καντηλανάφτη καντηλανάφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καντηλανάφτης < καντήλ(α) / [καντήλ(ι) + αναπ- (ανάβω) + -της, με μετατροπή του [pt] σε ft[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καντηλανάφτης αρσενικό (θηλυκό: καντηλανάφτισσα)

  1. αυτός που ανάβει τα καντήλια σε ναό
  2. (επάγγελμα) ο νεωκόρος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία